- Ἡλιόδωρον
- Ἡλιόδωροςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατανέμω — Α 1. περιλαμβάνω με όμοιο τρόπο, συνυπολογίζω («οἷς καὶ τὸν Ήλιόδωρον συγκατανείμειέ τις», Λογγίν.) 2. μέσ. συγκατανέμομαι μοιράζομαι κάτι με άλλον («ἀπὸ Χαλκίδος... πλῆθος ἐλθὸν ξυγκατενείμαντο τὴν γῆν», Θουκ.) … Dictionary of Greek